υπεισάγω

υπεισάγω
(αόρ. υπεισήγαγον, παθ. αόρ. υπεισήχθην) μετ. уст.
1) вносить (слова в текст и т. п.); вкладывать (какой-л. смысл в слова и т. п.); 2) постепенно, незаметно, исподволь вводить, внедрять

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "υπεισάγω" в других словарях:

  • υπεισάγω — ὑπεισάγω ΝΜΑ [εἰσάγω] εισάγω κρυφά ή βαθμιαία …   Dictionary of Greek

  • υπεισαγωγή — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού υπεισάγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπεισάγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1848 στον Π. Καλλιγά] …   Dictionary of Greek

  • ενίημι — (Α ἐνίημι) [ίημι] 1. νεοελλ. (για φάρμακα, δηλητήρια) εισάγω με σύριγγα στο σώμα, κάνω ένεση, εγχέω θεραπευτικό υγρό αρχ. 1. στέλνω μέσα, εμβάλλω, ρίχνω μέσα 2. εμβάλλω κάτι στην ψυχή κάποιου, εμπνέω («πὰρ δέ μοι στῆθι μένος πολυθαρσὲς ἐνεῑσα»… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»